Πριάπεια

Πριάπεια
Πρῑάπεια , Πρίαπος
Priapus
neut nom/voc/acc pl
Πριά̱πεια , Πριάπειος
of Priapus
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Πρίαπος — I Ελληνική θεότητα από τη Λάμψακο της Μικράς Ασίας. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Διονύσου και της Αφροδίτης, και γι’ αυτό του αποδίδουν διονυσιακούς και αφροδισιακούς χαρακτήρες, δηλαδή ερωτικόοργιαστικούς· κατά τον ίδιο τρόπο… …   Dictionary of Greek

  • πριάπειος — α, ο / πριάπειος, εία, ον, ΝΑ, και ιων. τ. πριήπειος, είη, ον, Α [Πρίαπος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Πρίαπο 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Πριάπεια συλλογή από 80 ολιγόστιχα ενδεκασύλλαβα και ελεγειακά λατινικά ποιήματα γραμμένα σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”